Μια φορά και έναν καιρό
τότε, που πειρατές όρμιζαν στα λιμάνια
και άρπαζαν νέους για ναύτες
και γυναίκες για δούλες
σε ένα μικρό ψαροχώρι ένας γέροντας ψαράς
μόλις αντιλήφθηκε τoν ερχομό τους
έτρεξε αλαφιασμένος στο σπίτι
'που να σε κρύψω', έλεγε ξανά και ξανά στη γυναίκα του
τραβώντας τη γενειάδα του φανερά ανήσυχος
'που να σε κρύψω'
η γυναίκα του τον καθησύχασε λέγοντάς του:
'άντρα μου, μη φοβάσαι, εγώ είμαι γρια γυναίκα, εμένα θα πάρουν;'
. . .
'μα, αν σε δουν με τα μάτια μου;' την ρωτά εκείνος.
τότε, που πειρατές όρμιζαν στα λιμάνια
και άρπαζαν νέους για ναύτες
και γυναίκες για δούλες
σε ένα μικρό ψαροχώρι ένας γέροντας ψαράς
μόλις αντιλήφθηκε τoν ερχομό τους
έτρεξε αλαφιασμένος στο σπίτι
'που να σε κρύψω', έλεγε ξανά και ξανά στη γυναίκα του
τραβώντας τη γενειάδα του φανερά ανήσυχος
'που να σε κρύψω'
η γυναίκα του τον καθησύχασε λέγοντάς του:
'άντρα μου, μη φοβάσαι, εγώ είμαι γρια γυναίκα, εμένα θα πάρουν;'
. . .
'μα, αν σε δουν με τα μάτια μου;' την ρωτά εκείνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου