Φως που καίει
Να σ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ ένα καράβι
ν ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά
τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι άνθος του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα — κι αφτά μές τ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Ετσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ ερωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους...
Κώστας Βάρναλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου