10.27.2010


 Σ ΄ευχαριστώ που εισαι μαζί μου..

Σ ΄ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου
και της έδωσες νόημα και σκοπό

Σ  ΄ευχαριστώ που τη γέμισες χαμόγελο κι αγάπη
..εκείνη την πηγαία και ειλικρινή αγάπη
τη γνήσια
την απόλυτα αγνή κι ανεπιτήδευτη.

Που τη γέμισες γέλια και τραγούδια
Χαρά μου εσυ..

Σ ΄ευχαριστώ για όλα όσα μου χάρισες
Για όλα όσα μου χαρίζεις..
..για τις μικρές και μεγάλες στιγμές.

Και για την αγκαλίτσα σου 
που είναι η πιο μεγάλη
η πιο ζεστή
η πιό γλυκειά του κόσμου.

Για το χαμόγελό σου 
που είναι η δύναμή μου.

Και για το γέλιο σου που είναι η ελπίδα μου
Ανάσα μου

 Κι ευχαριστώ διπλά το Θεό 
που σ ΄έστειλε κοντά μου.

Ζωή μου
Όλες μου οι ευχές και οι προσευχές 
για σένα.

10.25.2010

Τα Πάθη της Βροχής


Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.


Κική Δημουλά

La corda .. Romance On Violin ...

10.22.2010

φθινόπωρο...

Στα φθινοπωρινά ξέφωτα
φθίνω στους κήπους με τις γαζίες
σιωπηλός ανοίγω τα χέρια μου στη βροχή
και βλέπω σκέψεις να ιριδίζουν
σ' έναν χλωμό ήλιο.

Σκαρφίζομαι παραμύθια
και ανακαλύπτω μαγικά κουτιά
στα δωμάτια που στάζουν όνειρα.


Γλιστρώ ντυμένος στον απόηχο μιας αγκαλιάς
σε οινωπές ερημιές, ερειπωμένος.
Με χέρια αδειανά ακολουθώ
χάρτινες βάρκες στα ρυάκια της βροχής,
επιστρέφω στην απορία μιας σελήνης
στο ξύλινο σπίτι με τις ακακίες
και την αρμονία των αισθήσεων.
Γνωρίζω τον απώτατο έρωτα
και περισυλλέγω τα θραύσματα της σιωπής μου.

Όλα θα πάνε καλά·

όταν πέσει το τελευταίο καφεκίτρινο φύλλο
και το χώμα υγρανθεί αρκετά,
όταν τα χρυσάνθεμα γεμίσουν τα μαλλιά μου
τότε οι αισθήσεις θα ταριχευτούν σε λέξεις,
το φως θα βρει την υπερβατική του αξία
και το μακρινό ταξίδι στ΄ αμφίβολο φως
του δειλινού θ΄αρχίσει.

Κάτω από τα βλέφαρά μου
θα σβήσουν τ΄αστέρια ένα - ένα,
έτσι όπως έσβησε το χινόπωρο
σε μια βιολετιά διάθεση
σ΄ένα άγγιγμα βουρκωμένων ματιών.

Μανώλης Ηλιάκης

10.15.2010



Χάδι, πούπουλο τ' ανέμου, είμαι σαν ξυπνάς μωρό μου,
 σ αγκαλιάζω,σε φιλώ στ' όμορφο το πρόσωπό σου..
Είμαι η πρώτη που θα σε δει, σαν ανοίξεις τα ματάκια

Σε ακούω να χουζουρεύεις, νινάκι στο κρεβάτι
σου χαϊδεύω τα μαλλιά , χάδια και στο μαγουλάκι..
Τι όμορφος που είσαι πάλι, σαν τον ήλιο μου που λάμπει,
πόσο ήρεμα μιλάς, τι γλυκά που με κοιτάς, σαν ξυπνάς τα πρωινά..

Ήρθε η ώρα, τώρα πρέπει το κρεβάτι ν αφήσεις
να ντυθείς ν ετοιμαστείς, στο σχολειό σου μην αργήσεις..
Και πριν φύγεις σ αγκαλιάζω, κρέμομαι απ το λαιμό σου
μες τα μάτια σε κοιτώ και σου λέω ♥ σ' αγαπώ♥ ..

Να προσέχεις ό,τι κάνεις, να ναι η μέρα σου γλυκιά
είσαι εσύ που μου δίνεις ευτυχία, αγάπη και χαρά..

Το κλειδί της♥ καρδιάς ♥ μου, στα χέρια σου κρατάς..
Να προσέχεις ματάκια μου όμορφα.. ...να προσέχεις!!!

10.14.2010

 
"Αλάργω από τη φωθιά..
κι από τσεκόυρι ανθρώπω..."

.
 




  Φως που καίει 


Να σ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ ένα καράβι
ν ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά
τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι άνθος του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα — κι αφτά μές τ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Ετσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ ερωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους...

Κώστας Βάρναλης

Ήταν η εξ αρχής ακατανόητη οικειότητα που σημαδεύει όσους προορίζονται να συναντηθούν.

Που οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν για να σφραγίσουν ο ένας τον άλλον παντοτινά. Αυτούς που συγγενεύουν αλλιώς, και οι υπόγειες ροές τούς τραβάνε ασυνείδητα να στραφούν και να κοιταχτούν με απορία στα μάτια.
Σαν κλήση.
Μια σαγήνη ανεξήγητη που φέρνει κοντά.
.... Συναντάμε κόσμο όπως πορευόμαστε.
Ανταλλάσσουμε βλέμματα, χαμόγελα ευγενικά, δυο υποχρεωτικές κουβέντες, για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε αυτά αμέσως στον κάδο της λησμονιάς.

Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή μπρος μας, βυθίζονται στα δικά μας μάτια
και αξιώνουν: «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα».


Μάρω Βαμβουνάκη:"Τα πράγματα που ζουν απ' τον χαμό"